συνεκτρίβω

συνεκτρίβω
συνεκ-τρίβω [pron. full] [ῑ],
A destroy utterly together, LXXWi.11.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκτρίβω — Α καταστρέφω ολοκληρωτικά ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτρίβω «φθείρω, συντρίβω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”